πολύποθος

πολύποθος
-ον, Μ
αυτός που εκφράζει σφοδρό πόθο («ἀηδόνιν μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν», Διήγ. Αχιλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πόθος (πρβλ. κρυψί-ποθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”